- προσσκέλλω
- προσσκέλλω, lit.A grow dry in a thing: metaph. in intr. [tense] pf. προσέσκληκα, to be imporiunate, EM384.54, Phot., Suid. s.v. ἐσκληκότα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσσκέλλω — Α 1. ξηραίνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο 2. μτφ. (κυρίως στον παρακμ.) προσέσκληκα (αμτβ.) παραμένω σταθερός σε κάποιον ή σε κάτι, εμμένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + σκέλλω «ξηραίνω, στεγνώνω»] … Dictionary of Greek